- ἐποφθαλμιάσωσιν
- ἐποφθαλμιά̱σωσιν , ἐποφθαλμιάωcast longing glances ataor subj act 3rd pl (attic doric)ἐποφθαλμιά̱σωσιν , ἐποφθαλμιάωcast longing glances ataor subj act 3rd pl (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.